ψευδαισθητωσικός, -ή, -ό
Ερμηνεία:
Αυτός που έχει σχέση με της ψευδαισθητώσεις.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχιατρική:
|